Διάβασε για άλλη μια φορά την τελευταία παράγραφο. Μουτζούρωσε μια λέξη, έγραψε μια άλλη. Μάταια όμως, καθώς το γραπτό κείμενο δεν ήταν ισάξιο με αυτό που είχε στο μυαλό του. Κάτι του ξέφευγε ...

Άφησε το μολύβι, και ακούμπησε την κόλλα χαρτιού που έγραφε επάνω στις υπόλοιπες. Άρχισε να αντιλαμβάνεται και πάλι τους ήχους του περιβάλλοντος. Το τρίξιμο των ξύλων από τη φωτιά που σιγόκαιγε στο διπλανό δωμάτιο, και τους ήχους της κουζίνας από το κάτω πάτωμα.

Σηκώθηκε από την καρέκλα του κάνοντας ένα μορφασμό πόνου. Ο πανδαμάτωρ χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια στο κορμί του. Ήταν πλέον στην έκτη δεκαετία της ζωής του, και κάθε σωματική δραστηριότητα, του προκαλούσε διάφορους μικρούς και μεγάλους πόνους.

Πήγε στο κοντινό παράθυρό του και το άνοιξε. Ήταν σχεδόν μεσημέρι, αλλά ο Ήλιος παρέμενε κρυμμένος πίσω από γκρίζα μολυβένια σύννεφα. Ένοιωσε το ψυχρό αέρακι στο πρόσωπό του και χωρίς να το θέλει, έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Ήταν μια μουντή φθινοπωρινή μέρα, που ξημέρωσε μετά από μια κρύα θυελλώδη νύχτα.

Στο απέναντι σπίτι μια γυναίκα έκανε τις δουλειές τις με μια παράξενη βιασύνη. Άκουσε βήματα και κοίταξε προς το δρομάκι. Ανταπέδωσε το χαιρετισμό του διαβάτη, και έστρεψε το βλέμμα του, προς την νοητή κατεύθυνση της θάλασσας, προσπαθώντας να ακούσει τον παφλασμό των κυμάτων.

Στο μυαλό του γεννήθηκε μια παράξενη ιδέα. Κάπου στον κόσμο, ζούσαν οι ήρωες των βιβλίων του, αγνοώντας την ύπαρξή του. Ίσως ο κάθε άνθρωπος, σπουδαίος ή ασήμαντος να ήταν ήρωας ενός βιβλίου. Εκεί καταγράφονταν όχι μόνο οι εμπειρίες του, οι φόβοι, οι ελπίδες και όλες οι μύχιες σκέψεις του. Φαντάστηκε τις πλοκές τους σαν ρυάκια, που πότε - πότε ενώνονται, άλλοτε διακλαδίζονται για ενωθούν οριστικά στη θάλασσα.

Χαμογέλασε, και έκλεισε το παράθυρο. Ένοιωσε τους ήρωές του να τον καλούν και πάλι.

 Εμπνευσμένο από την επίσκεψή μου, στο σπίτι του Παπαδιαμάντη ...