Οι χεβυμεταλάδες (ανεξαρτήτως ηλικίας) είναι παθιασμένοι με τη μουσική τους (μας), αυτό είναι μάλλον γνωστό. Το live, (συναυλία ελληνιστί) ενός αγαπημένου συγκροτήματος είναι μια ευκαιρία για την εκδήλωση του πάθους αυτού. Τέτοιες έντονες στιγμές αφήνουν (συνήθως) όμορφες αναμνήσεις.
Γυρνάμε τον χρόνο πίσω στο 1990, δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια πριν. Οι χώρα μας έχει αρχίσει σιγά-σιγά να συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα των περιοδειών, μικρομεσαίων συγκροτημάτων.Επιπλέον, οι συναυλίες έχουν πάψει να συσχετίζονται με επεισόδια. Ο φόβος των εκτρόπων απέτρεπε, έως τότε τους γονείς μου, ώστε να επιτρέψουν σε μένα και τον αδελφό μου, να πάμε σε κάποιο από τα πολυπόθητα live. H απουσία των επεισοδίων όμως τους άλλαξε γνώμη...Τον Φεβρουάριο του 1990, ανακοινώθηκε η επικείμενη συναυλία τις γερμανικής τριπλέτας, Random/ Rage/ Running Wild. Που έμελε να είναι και η πρώτη μου συναυλία.
Ο κολλητός μου ο Σπύρος ανέλαβε να αγοράσει τα εισητήρια και θυμάμαι ακόμα την αγαλίαση, όταν πήρα στα χέρια μου τα μαγικά χαρτάκια. Τιμή 2.000 δρχ, δηλαδή κάτι λιγότερο από 6€. Πλέον είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, έως τη στιγμή που τόσο περίμενα.
Τη Κυριακή εκείνη συγκεντρώθηκε το μεταλλικό μέρος της παρέα στο σπίτι μου και ξεκινήσαμε για το θρυλικό club, το Ρόδον. Φτάσαμε στο χώρο, τουλάχιστον μια και μισή ώρα πριν. Μετά από σχετική αναμονή, μπήκαμε στο club.Το συγκεντωμένο πλήθος, η μουσική και εν γένει η ατμόσφαιρα με συνεπήραν.Αμέσως επιλέξαμε τον χώρο, που από τον οποίο θα παρακολουθούσαμε δεκάδες άλλες συναυλίες: το υπερυψωμένο χώρο δεξιά της σκηνής.
Τα group δεν είναι και τα κορυφαία στις προτιμήσεις μας: οι Random ήταν ένα άγνωστο group σε εμάς και παρέμεινε τέτοιο, καθώς δεν έπαιξαν τελικά. Τους Rage, τους γνωρίζαμε ελάχιστα, κυρίως μέσω του video τους στο MTV, το τραγούδι “Don’t Fear the Winter”. Τους αγαπήσαμε από τότε και τους αγαπάμε μέχρι τώρα. Τους Running Wild τους γνωρίζαμε καλύτερα, έχοντας ακούσει σχεδόν όλους τους δίσκους τους.
Μετά από μια ώρα αναμονής πέφτουν τα φώτα και οι Rage εμφανίζονται στη σκηνή.Μένω εκστατικός και δεν σταματώ το headbanging ούτε λεπτό. Δεν γνώριζα κανένα τραγούδι αλλά η ενέργεια του live με πήρε και με σήκωσε. Το αποκορύφωμα, όπως ήταν αναμενόμενο ήταν και το “Don’t Fear the Winter” που όπως φάνηκε εκ των υστέρων, ήταν και το μόνο τραγούδι που ήξεραν και οι περισότεροι. Την παράσταση έκλεψε ο έλληνας ντράμερ, Χρήστος Ευθυμιάδης (καλή σου ώρα όπου και να ‘σαι φίλε) με την γαλανόλευκη στο drum kit.Τα φώτα άναψαν ξανά και επί σκηνής άρχισαν οι ετοιμασίες για τους headliners…
Οι πειρατές του Αμβούργου ξεκίνησαν με το “Riding the Storm”. To κοινό γνώριζε τα τραγούδια και ήταν ακόμα πιο παθιασμένο. Ακολουήσαν κυρίως τραγούδια από το “Death or Glory”, που ήταν τότε το πιο πρόσφατο άλπουμ τους και έμελε να είναι το κορυφαίο τους. Το playlist περιελάμαμβανε ύμνους όπως το “Port Royal”, “Conquistadores”, “Raise your fists” και πολλά άλλα. Το group επί σκηνής ήταν απλά καλό, πάντα κρίνοντας το εκ των υστέρων. Ανάμεσα στα κομμάτια το κοινό ζητούσε τον απόλυτο ύμνο τους το “Under Jolly Roger”, το οποίο όμως ήταν φανερό ότι το κρατούσαν για το τέλος.
Το κανονικό μέρος του προγράμματος τελείωσε και το κοινό άρχισε να απαιτεί encore., όπως επιβάλλουν οι κανόνες του σωστού live. Έπαιξαν στο πρώτο encore το “Chains & Leather” και κάποιο άλλο που δεν θυμάμαι όμως όχι τον ύμνο. Στο δεύτερο encore όμως..ήρθε η ώρα “UNDER JOLLY ROGER!!!” με το κοινό να τραγουδά το refren και η ενέργεια να κτυπά κόκκινο!!!
Τα φώτα άναψαν και σιγά – σιγά πήγαμε στην έξοδο, μούσκεμα στον ιδρώτα.Πήγαμε σπίτια μας με τα πόδια κατενθουσιασμένοι. Μια πραγματική μαγική Κυριακή. Και η ακολούθησαν και άλλες τέτοιες βραδιές.
Δυστυχώς, όλα τα καλά τα σκοτώνει ο χρόνος. Τα επόμενα χρόνια η παρέα διαλύθηκε στην αρχή λόγω σπουδών , ύστερα ο Στρατός, η δουλειά και για κάποιους ο γάμος. Οι συναυλίες έπαψαν να έχουν την συμμασία που είχαν. Βλέπετε μεγάλωσα, έγινα πιο κυνικός και ενθουσιάζομαι πολύ πιο δύσκολα. Θα ήθελα όμως πολύ να τα ξαναζήσω, να γίνω ξανά έφηβος. Γνωρίσα και τις πίστες, τα club, τα bar και τα ρεμπετάδικα, τους τρόπους διακέδασης τους καθολικά αποδεκτούς. Δεν πιάνουν μια μπροστά σε κείνες τις συναυλίες.
Το κείμενο αυτό το αφιερώνω με πολύ αγάπη, πρώτα στον ξενιτεμένο αδελφό μου το Δημήτρη και σε όλους του φίλους που πλέον βλεπόμαστε σπάνια: το Σπύρο τον τρελογιατρό, τον Γιώργο τον κουμπάρο μου, το Κώστα το συμμαθητή μου, και το Γιώργο τον Βενιαμήν της παρέας. Μακάρι να τα ξαναζούσαμε έστω και για μια μέρα...